Η θέση της γυναίκας στον δημόσιο και ιδιωτικό βίο του Βυζαντίου σε ένα ταξίδι 1123 ετών. Κάποια τυπικά παραδείγματα

Μαυροπούλου Αγγελική

Ιστορική Ερευνήτρια, Καθηγήτρια Β΄θμιας Εκπ/σης

ΠΕ02-Φιλόλογος & ΠΕ05-Γαλλικής Γλώσσας

amavropoulou67@gmail.com

Περίληψη: Θα ήταν ελλιπής μια θεώρηση της εξελικτικής πορείας του Βυζαντίου χωρίς παράλληλη εξέταση της θέσης της γυναίκας. Στους 11 αιώνες διάρκειάς του η αντίληψη της γυναίκας ως όντος περιορισμένης ευφυΐας και αδύναμου παρέμενε σταθερή υπηρετώντας την διαιώνιση του οικονομικού, κοινωνικού, άρα και πολιτικού του μοντέλου.

Η συνήθως αμόρφωτη βυζαντινή εκπαιδευόταν εντός οικίας από πολύ νωρίς για τον ρόλο της χριστιανής συζύγου και μητέρας με στόχο έναν ομαλό οικογενειακό βίο. Η γυναίκα θεωρούνταν αδύναμη, που προστατεύεται πάντα από τον εγγύτερο άρρενα συγγενή, και όταν αυτό ήταν αδύνατον μοναδική διέξοδος αποδεικνύεται ο μοναστικός βίος. Θεωρητικά περιορισμένη στο παρασκήνιο, έπαιζε ωστόσο σημαντικό ρόλο στην πολιτική, κοινωνική, οικονομική και θρησκευτική ζωή.

Γυναίκες της αριστοκρατικής τάξης, άρα και ανώτερης σχετικά μόρφωσης, αποτελούσαν συχνότατα αξιόλογη ανταλλακτική αξία στον πολιτικό και διπλωματικό στίβο, ενώ εκείνες της μεσαίας τάξης φρόντιζαν με την στάση και την ευσέβειά τους να προωθήσουν την κοινωνική άνοδο της οικογένειάς τους. Γυναίκες των κατώτερων τάξεων διέφευγαν μέρους των κοινωνικών καταναγκασμών ασχολούμενες με τον βιοπορισμό των ίδιων και των παιδιών τους.

Η εμφάνιση της βυζαντινής στον δημόσιο βίο επιτυγχάνεται μέσα από την θρησκευτική δραστηριότητα, (σπάνια την πολιτική), κυρίως με την φιλανθρωπία και την προσπάθεια ίασης ασθένειας παιδιού, συζύγου ή της ίδιας. Αναπόφευκτη είναι όμως η γυναικεία παρουσία στο οικονομικό γίγνεσθαι, όταν νομικά η βυζαντινή έχει δικαίωμα να διαχειρισθεί την προίκα της, αλλά κυρίως όταν πρόκειται για βιοπορισμό οικογενειών βασισμένων στην χήρα μητέρα που αναγκάζεται να εξασκήσει διάφορα επαγγέλματα. Οι βυζαντινές, ανεξαρτήτως τάξης (ανώτερης, μεσαίας ή κατώτερης) κατά την υπεράσπιση της πόλης τους λάμβαναν μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις όπως μπορούσαν, καθώς ενδεχόμενη αρνητική εξέλιξη θα είχε ολέθριες συνέπειες γι`αυτές και τα παιδιά τους.

Κάποια τυπικά παραδείγματα γυναικών των τριών αυτών τάξεων αποτελούν οι α) Θεοφανώ Σκλήραινα και Θεοδώρα Ραούλαινα, β) Θεοκτίστη Στουδίτη και Ειρήνη-Ευλογία Χούμναινα και γ) η Αυτοκράτειρα Θεοφανώ, όπως και δύο ανώνυμες γυναίκες (μάνα-κόρη).

Abstract: A consideration of the Byzantine empire`s process would be incompleted without a parallel study of the women`s situation. During its 11centuries` history the thought that women are weak and less intelligent than men remained unchanged serving the continuity of the byzantine financial, social and political model.

Women considered weak, it`s obligatory of the male members of the family to protect them. It`s only when this becomes impossible that they find solution in the monastic life. Although women lived in the backround, they managed to have a considerable role in the political, social, financial and religious life.

Female members of the upper-class having a level of education higher than common so as they use it in a future marriage of political purpose, are considered as a noticeable exchange value in byzantine diplomacy. Middle-class women are preoccupated with the rise/increase of the social status of the family through their whole behavior and piety. It`s only lower-class women that enjoy more freedom and escape social oppression by being occupied with their everyday survival.

Taking part in the social life for the byzantine woman meant being occupied with religion, in rare cases with politics, mainly through charity and attempt to cure a serious disease appeared in the family. Unexpectedly, the presence of the byzantine woman in financial facts is dictated by the law, as they have the right to manage their own dowry, mainly if it`s a question of a widow: in that case the widow is accepted to practice several jobs in order to ensure the survival of her family. Staying at home changes in case of war: when their city is in danger, women of all classes (upper, middle, lower) are fighting to protect it by doing anything in the fear of the terrible reprisals.

Some typical examples of these three classes are a. Theofano Skliraina and Theodora Raoulaina, b. Theoktisti Stouditi and Irini-Evlogia Houmnaina and c.the Imperatrice Theophano as well as two unknown women (mother and daughter).

1. Εισαγωγή

Η Βυζαντινή αυτοκρατορία αποτελεί συνέχεια της Ρωμαϊκής, που από το 330 και μετά μετατράπηκε σε Ρωμαϊκή αυτοκρατορία της χριστιανικής Ανατολής[1]. Ο όρος «Βυζάντιο» είναι πολύ νεότερος, αποτελεί νεολογισμό του 16ου και 17ου αι και αρχικός εισηγητής του, το 1562, ήταν ο γερμανός ιστορικός και μαθητής του Μελάχθονος, Ιερώνυμος Βολφ, βιβλιοθηκάριος και γραμματέας των τραπεζιτών Φούγγερ στην γερμανική πόλη Augsburg (Αυγούστα)[2]. Αν και γοητευτική, η τόσο μακραίωνη περίοδος της Βυζαντινής αυτοκρατορίας αναδεικνύεται πολύ λιγότερο στη δημόσια Ιστορία σε σχέση με τις άλλες, όπως η Ρωμαϊκή ή η Οθωμανική ή ακόμα και σε σχέση με άλλες ιστορικές περιόδους (Δυτικός Μεσαίωνας, Αναγέννηση, Νεότερη και Σύγχρονη εποχή).

Μια πιο προσεκτική ματιά θα μας επέτρεπε να δούμε ότι ειδικά για τα Βαλκάνια και την Ανατολή, τα 1123 αυτά χρόνια της διάρκειας της Βυζαντινής αυτοκρατορίας αποτελούν πάνω από το μισό του χριστιανικού ημερολογιακού χρόνου, από το έτος 0 έως σήμερα (2023). Γιατί λοιπόν η ενασχόληση με το Βυζάντιο δεν είναι αντίστοιχη της γοητείας του; Ποια στοιχεία του είναι εκείνα που αποθαρρύνουν, αλλά και φοβίζουν την ανάδειξη στη δημόσια ιστορία της πιο μακραίωνης αυτοκρατορίας του κόσμου;

Ένα από τα στοιχεία αυτά και μάλιστα πολύ σημαντικό, θεωρώ ότι αποτελεί η θέση που παραχωρήθηκε στη γυναίκα μέσα στην βυζαντινή κοινωνία, μολονότι η γυναίκα αυτή συγκινεί ακόμα και σήμερα την καρδιά και την φαντασία μας.[3]

2. Ιδιωτικός βίος

2.1 Γέννηση

Ήδη από την γέννησή της η βυζαντινή κόρη αποτελούσε πρόβλημα για την οικογένειά της, τόσο οικονομικό όσο και κοινωνικό.

Πρόβλημα οικονομικό αρχικά, καθώς θεωρούταν de facto ως ον αδύναμο, και απροστάτευτο, περιορισμένης μάλιστα ευφυΐας και το οποίο θα έπρεπε μέσα σε 12-13 χρόνια (τόσο ήταν το επιτρεπόμενο όριο γάμου για τα κορίτσια) ή να μονάσει ή να προικιστεί και να παντρευτεί, ώστε ο προστάτης-πατέρας να αντικατασταθεί από τον προστάτη-σύζυγο. Αποτελούσε όμως και πρόβλημα κοινωνικό, αφού προκειμένου να επιτευχθεί ο γάμος με όσο το δυνατόν καλύτερους όρους συνέτρεχε μια πολύ σοβαρή προϋπόθεση: η διατήρηση της παρθενίας η οποία με την σειρά της διασφαλιζόταν με τον όσο το δυνατόν μεγαλύτερο περιορισμό της γυναίκας στην πατρική οικία και την αποφυγή συναναστροφής και έκθεσης στα ανδρικά βλέμματα.[4]

Κατά συνέπεια τόσο η μόρφωσή της, που ήταν σχεδόν ανύπαρκτη (έως τον 11ο αι τουλάχιστον), όσο  κυρίως η εκπαίδευσή της πραγματοποιούταν από τη μητέρα και σε περίπτωση απουσίας της από την τροφό ή άλλο συγγενικό πρόσωπο εμπιστοσύνης. Περιοριζόταν στην εκμάθηση των απολύτως αναγκαίων γνώσεων για να την εκπλήρωση του μελλοντικού της ρόλου στην οικογένεια ως συζύγου και μητέρας: γνέσιμο, κλώσιμο, ύφανση, ψώνια (πάντα με την συνοδεία δούλης), μαγείρεμα, ανατροφή των παιδιών και εκτέλεση θρησκευτικών καθηκόντων.

2.2 Γάμος

Ο γάμος, ο απόλυτος στόχος της βυζαντινής γυναίκας αποφασιζόταν από κοινού από τους δύο γονείς, συνήθως στην ηλικία 12-13 ετών. Τα χαρακτηριστικά της ιδανικής βυζαντινής συζύγου συνδύαζαν τη σωματική με την ψυχική ομορφιά, κυρίως όμως την ίδια κοινωνική θέση με τον σύζυγο, την ταπεινότητα και την υπακοή σε αυτόν προκειμένου να υπάρχει συζυγική αρμονία και να μην διαταραχθεί η ευρυθμία του ιδιωτικού οικογενειακού βίου.[5] Γενικά η Βυζαντινή, ανεξάρτητα από την κοινωνική της θέση, κρύβει τις πραγματικές της απόψεις, αν διαφοροποιούνται από εκείνες του συζύγου.

Μολονότι ο τελευταίος τυγχάνει φροντίδας σε θέματα σωματικής, αλλά και ψυχικής υγείας από την σύζυγο (καταφυγή σε γιατρούς ή ιερείς, αντίστοιχα), δεν παρατηρείται το ίδιο και για την σύζυγο, η οποία αντιμετωπίζει κατά το πλείστον μόνη της τα προβλήματα της υγείας της.

Το ίδιο ισχύει και για τις εξωσυζυγικές σχέσεις, οι οποίες επισύρουν πολύ βαρύτερες ποινές για τις συζύγους παρά για τους άνδρες: από μαστίγωση και κουρά, μέχρι εγκλεισμό σε μοναστήρι και ρινότμηση.[6]

Οι φιλονικίες, επίσης, υπάρχουν, αλλά αφορούν συνήθως θέματα σχετικά με τον δυσχερή βιοπορισμό και την καθημερινότητα. Σημαντική σχετική πηγή αποτελούν τα «Πτωχοπροδρομικά», κείμενα όπου ένας μορφωμένος, αλλά φτωχός βυζαντινός εκθέτει σε έμμετρη μορφή τα παράπονα της γυναίκας του για έλλειψη φαγητού, ρούχων, φροντίδας για το σπίτι και κακή διαχείριση της προίκας της.[7]

Η κατάσταση διαφοροποιούταν μονάχα για τις υψηλής κοινωνικής θέσης γυναίκες: στον πολιτικό τομέα μέσω του γάμου τους οι βυζαντινές πριγκίπισσες (κόρες και αδελφές) αποτελούσαν εν δυνάμει κεφάλαιο σημαντικής ανταλλακτικής αξίας και ισχυρό διπλωματικό εργαλείο. Αναγκαία προϋπόθεση βέβαια αποτελούσε η μόρφωσή τους, καθώς στην περίπτωση επιγαμίας με ισχυρό πολιτικά ξένο παράγοντα θα πρέσβευαν και θα αντανακλούσαν -ενίοτε και θα επέβαλλαν!- το βυζαντινό μεγαλείο στη νέα, σαφώς κατώτερη από κάθε άποψη, χώρα τους.

Έτσι, συνέβη με την πρώτη βυζαντινή πριγκίπισσα από τη βασιλεύουσα οικογένεια[8], τη Μαρία, κόρη του Χριστοφόρου Λεκαπηνού και εγγονή του Ρωμανού Α΄Λεκαπηνού, η οποία το 927 μετανάστευσε στη Βουλγαρία μετά τον γάμο της με τον γιο του τσάρου Συμεών Α΄, Πέτρο (927-969), σφραγίζοντας έτσι τη σχετική συνθήκη ειρήνης με το Βυζάντιο. Ο γάμος πάλι της πορφυρογέννητης πριγκίπισσας Άννας, αδελφής του αυτοκράτορα Βασιλείου Β΄ Βουλγαροκτόνου το 989 με τον Βλαδίμηρο του Κιέβου, όσο κι αν ήταν πρωτόφαντος για τα βυζαντινά δεδομένα (δεν είχε ξανασυμβεί πορφυρογέννητη πριγκίπισσα, κόρη και αδελφή αυτοκρατόρων να παντρευτεί μη Δυτικό ξένο) επέφερε την ολοκληρωτική μεταστροφή των Ρως στον χριστιανισμό και τη διεύρυνση της σφαίρας επιρροής του Βυζαντίου στην περιοχή αυτή σε όλους τους τομείς: πολιτικό, πολιτιστικό, εκκλησιαστικό.[9]

Όσο κι αν φαίνεται περίεργο το διαζύγιο επιτρεπόταν υπό συγκεκριμένες όμως προϋποθέσεις: συνωμοσία εναντίον του συζύγου, εξώθηση σε μοιχεία από τον σύζυγο, εγκληματική ή εξαιρετικά βίαιη συμπεριφορά συζύγου προς τη σύζυγο και άλλες που επέτρεπαν στη σύζυγο να κερδίσει την ελευθερία της με συνηθέστερη όμως κατάληξη τον δεύτερο γάμο ή τον μοναστικό βίο.[10]

2.3 Τοκετός

Ο τοκετός αποτελούσε την τελική απόληξη του γάμου της βυζαντινής γυναίκας. Προσέδιδε κοινωνική καταξίωση, καθώς έτσι ολοκληρωνόταν η αποστολή της στο κοινωνικό σύνολο, αλλά και εξασφαλιζόταν η φροντίδα των ηλικιωμένων γονέων. Ιδιαίτερα αν συνοδευόταν από τη γέννηση αρσενικών απογόνων που θα διαιώνιζαν το όνομα, την σειρά διαδοχής και τη φήμη της οικογένειας, η καταξίωση ήταν πολλαπλάσια.

Δεδομένης της υψηλής βρεφικής θνησιμότητας οι γέννες ήταν πολυάριθμες και ξεκινούσαν από πολύ νεαρή ηλικία των γυναικών. Φυσικά οι εκτρώσεις απαγορεύονταν, γι` αυτό και η διακοπή μιας ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης, εκτός από πράξη κολάσιμη και άκρως επικίνδυνη για την ζωή της γυναίκας, ήταν έργο κυρίως εμπειρικών γιατρισσών, συχνά με πολύ υψηλό αντίτιμο.

Επειδή κάθε γέννα ήταν επικίνδυνη λόγω των ελλιπών μέσων, συχνά οι κατά κανόνα αμόρφωτες επίτοκες κατέφευγαν στην επίκληση της υπερφυσικής δύναμης του θείου, αλλά και σε φορείς παγανιστικών ιδεών, όπως μάντεις και μάγους. Με τον τρόπο αυτό δημιουργήθηκαν οι σχετικές προσευχές της Εκκλησίας που συνδυάζουν χριστιανικά με παγανιστικά στοιχεία.

Εκτός του ρόλου της συζύγου, εκείνος της μητέρας αποτελούσε τον κυριότερο στόχο της ανατροφής μιας βυζαντινής κοπέλας. Η μητέρα έτυχε ιδιαίτερης εκτίμησης από την υπόλοιπη οικογένεια στην βυζαντινή κοινωνία: αποτελούσε τον στυλοβάτη της οικογένειας, φρόντιζε για την υγεία και την ανατροφή των παιδιών -ιδιαίτερα των κοριτσιών- μετέδιδε γνώσεις και ηθικές αξίες, μυούσε τα παιδιά της στις αξίες του χριστιανισμού και φρόντιζε για την διαιώνισή τους.

Προκειμένου να πραγματοποιήσει έστω και ένα από τα παραπάνω δεν δίσταζε να παραβιάσει και θεμελιώδεις κανόνες της βυζαντινής κοινωνίας, όπως εκείνου που απαγόρευε την έκθεση σε ανδρικά βλέμματα. Έτσι βλέπουμε πολλές μητέρες να επαιτούν για να εξασφαλίσουν τα προς το ζην, ή να ταξιδεύουν μόνες τους μέχρι τη σκήτη κάποιου μοναχού ή αγίου για την θεραπεία των παιδιών τους.

Χρέος των παιδιών της από την άλλη αποτελούσε η φροντίδα της σε περίπτωση γηρατειών ή χηρείας. Σε ορισμένες περιπτώσεις τα παιδιά μπορεί να ακολουθούσαν τη μητέρα τους ακόμα και στον μοναστικό βίο, αν εκείνη έκανε μια τέτοια επιλογή.[11]

2.4 Χηρεία

Η χηρεία ήταν συνηθισμένη κατάσταση στη βυζαντινή κοινωνία, ιδιαίτερα στις μεσοαστές νεαρές βυζαντινές. Εκτός από τα «χηροτροφεία», τα ιδρύματα  του επισκόπου Κυζίκου Ελευσίου στην πρώιμη βυζαντινή περίοδο (4ος αι) δεν παρατηρούνται ανάλογα ιδρύματα.

Οι χήρες μητέρες, κληρονόμοι της οικογενειακής περιουσίας αν δεν ξαναπαντρεύονταν, αφιερώνονταν στην ανατροφή των παιδιών, την εργασία και κάποιες φορές στην επιστροφή στην πατρική οικία. Ο δεύτερος γάμος δεν ήταν ιδιαίτερα συνήθης πρακτική, σε αντίθεση με τον μοναχισμό που αποτελούσε συνηθέστερη κατάληξη, ιδιαίτερα αν προερχόταν από προηγούμενη ανάλογη επιλογή των παιδιών και ακόμα συχνότερα για χήρες πλούσιες, αριστοκρατικών ή αυτοκρατορικών κύκλων.[12]

2.5 Μοναστικός βίος

Η προσχώρηση στον μοναστικό βίο ήταν συνηθέστατη πρακτική για τις Βυζαντινές. Είτε πρόκειται για μητέρες, είτε για αδελφές, είτε για κόρες, είτε ακόμα και για συζύγους αγίων δεν διστάζουν σε μια δύσκολη στιγμή να ασπασθούν τον μοναχισμό.

Ο εγκλεισμός στα μοναστήρια χρησιμοποιείται και ως φυλάκιση γυναικών της αυτοκρατορικής αυλής που υπέπεσαν σε πολιτικό ή άλλο αδίκημα (όπως η περίπτωση της χήρας αυτοκράτειρας Θεοφανούς (941-976) και πλήθους άλλων), αλλά και ως προστασία των αδυνάμων γυναικών, μητέρων, αδελφών εκείνων των ανδρών που επέλεξαν τον μοναστικό βίο.

Όταν δε η απόφαση αυτή είναι προϊόν μεγάλης ευλάβειας και συνοδεύεται από την αποποίηση και δωρεά όλων των περιουσιακών στοιχείων ή την αναστήλωση μονών γίνεται ιδιαίτερα σεβαστή. Έτσι, η περιουσία, όπως και ο πληθυσμός των μοναστηριών αυξάνεται δραματικά.

Ακόμα, όμως κι αν πρόκειται για γυναίκες ανώτερης τάξης (πριγκίπισσες ή μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας) η εξυπηρέτηση πολιτικών σκοπιμοτήτων υπερισχύει της θρησκευτικής επιλογής. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνει δραματικά ο γάμος τον Απρίλιο του 1299 της 5χρονης πριγκίπισσας Σιμωνίδος (1294-1341), κόρης του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β΄(1282-1332) και της Γιολάντας της Μομφερρατικής (1274-1317) με τον 55χρονο (!!!) κράλη της Σερβίας Στέφανο Μιλουτίν (1281-1321). Λίγα χρόνια αργότερα, το 1317, μετά την κηδεία της μητέρας της στην Κωνσταντινούπολη, διαταράσσει την βυζαντινή τάξη ερχόμενη σε αντίθεση με την καθεστηκυία άποψη, που εξάλλου δεν είχε προλάβει λόγω ηλικίας να πάρει. Αντίθετα από τη συνήθη πρακτική, αυτή, μια παντρεμένη γυναίκα, αποφασίζει μόνη της το ανήκουστο: να μην επιστρέψει στον σύζυγό της, αλλά να ακολουθήσει τον μοναστικό βίο! Η απόφασή της αυτή δεν γίνεται όμως αποδεκτή: προκειμένου να μην διαταραχθεί η πολιτική συμφωνία, είναι ο ίδιος της ο αδελφός, ο Κωνσταντίνος, κυβερνήτης της Θεσσαλονίκης, που αναλαμβάνει να την αποσχηματίσει και να την παραδώσει στον σύζυγό της. Τελικά, τέσσερα χρόνια μετά, 27χρονη χήρα πια και ελεύθερη από κάθε υποχρέωση, επαναλαμβάνει το εγχείρημα, όπως είχε το δικαίωμα ως Βυζαντινή και εισέρχεται σε μονή, όπου ζει επιτέλους άλλα 20 ειρηνικά χρόνια μέχρι τον θάνατό της.[13]

3. Δημόσιος βίος

3.1 Κοινωνική ζωή

Η κοινωνική παρουσία της γυναίκας της βυζαντινής αυτοκρατορίας ήταν πολύ περιορισμένη, καθώς ήταν υποχρεωμένη να παραμένει μακριά από τα ανδρικά βλέμματα, αν ήθελε να διαφυλάξει τη φήμη τόσο της ίδιας, όσο και της οικογένειάς της.

Το κράτος δεν φρόντιζε για τη δημόσια στοιχειώδη εκπαίδευση, αφού η μόρφωση δεν θεωρούταν απαραίτητη ούτε για τους άνδρες στην εξάσκηση κάποιου επαγγέλματος, πλην εκείνου του δημοσίου λειτουργού, ούτε για μια κοπέλα, καθώς η πρόσβαση στις διοικητικές θέσεις του δημοσίου ήταν απαγορευμένη στις γυναίκες. Έτσι η μόρφωσή τους πραγματοποιούταν, όπως προαναφέρθηκε, «εντός των τειχών της οικίας» από τη μητέρα τους ή άλλο κοντινό συγγενικό πρόσωπο και περιοριζόταν στην εκμάθηση του ρόλου της ευλαβούς χριστιανής, μητέρας και συζύγου.

Γυναίκες με ευρύτερη εγκύκλια μόρφωση, πέραν των Γραφών, του Ψαλτηρίου και μιας στοιχειώδους γραφής και ανάγνωσης ήταν σπάνιες, όπως η πριγκίπισσα Σοφία  (10ος αι), σύζυγος του Χριστόφορου (890-931), πρωτότοκου γιου του Ρωμανού Α΄ Λεκαπηνού,[14] οι γυναίκες επιστολογράφοι (αριστοκράτισσες και μοναχές) που αντάλλασσαν επιστολές θρησκευτικού περιεχομένου με τον Θεόδωρο Στουδίτη κατά τον 9ο αι, ή οι ελάχιστες γυναίκες υμνογράφοι της εκκλησίας (Θεοδοσία, Θέκλα, Κασσιανή) πάλι του 9ου αι.

Μέχρι τον 10ο αι η μόρφωση θεωρούνταν απαραίτητη για τις σπάνιες ξένες νύφες της βυζαντινής αυλής. Πριν ακόμα φθάσουν στην βυζαντινή πρωτεύουσα οι μέλλουσες (ή παρολίγον) σύζυγοι αυτοκρατόρων Τσιτσάκ – Ειρήνη (8ος αι.), Ροτρούδη-Ερυθρώ (775-810, αρραβωνιαστικιά Κωνσταντίνου ΣΤ΄) και Hedwig (10ος αι., αρραβωνιαστικιά Ρωμανού Β΄) εκπαιδεύονται από ευνούχους στο Ψαλτήρι, τη γραφή και την ανάγνωση προκειμένου να ανταποκριθούν στο ρόλο τους.[15]

Τα πράγματα φαίνεται να αλλάζουν κατά τον 10ο – 14ο αι. και μόνο για τις γυναίκες της αυτοκρατορικής αυλής, όταν η μόρφωση επιβάλλεται στις πρίγκιπισσες-μελλοντικές συζύγους ξένων ηγετών που λειτουργούσαν ως πρέσβειρες του βυζαντινού πολιτισμού στους τόπους των συζύγων τους με προεξέχοντα παραδείγματα τη Θεοφανώ Σκλήραινα (960-991),[16] ανηψιά του Ιωάννη Τσιμισκή και σύζυγο του Όθωνα Β΄, την Άννα του Κιέβου (963-1011), αδελφή του Βασιλείου Β΄ Βουλγαροκτόνου[17] ή την αρχαιομαθή, βαθιά θρησκευόμενη Άννα Κομνηνή Πορφυρογέννητη (1083-1153), παρολίγον διάδοχο του πατέρα της, Αλεξίου Α΄ Κομνηνού, αλλά μοναδική γυναίκα ιστορικό του Βυζαντίου και συνάμα βαθιά μορφωμένη γιατρό, φιλόσοφο και λογία.[18]

Σημαντική ευκαιρία για συμμετοχή των γυναικών στην κοινωνική σφαίρα αποτελούσε η παρουσία και δράση τους μέσα από το φιλανθρωπικό έργο, τη συμμετοχή σε εκκλησιαστικά δρώμενα, τις μετακινήσεις για ίαση παιδιού ή των ίδιων των γυναικών, την αναπόφευκτη άσκηση κάποιου επαγγέλματος και τη συμμετοχή στην εικονομαχική έριδα.[19]

Τέλος, όσο κι αν φαίνεται περίεργο, είναι οι φτωχές -κυρίως χήρες- και οι δούλες που, αν και ρακένδυτες και υποσιτισμένες, έχουν τις περισσότερες ευκαιρίες να εμφανίζονται στην κοινωνική ζωή, στην αγορά, στα εμπορικά, στην ύπαιθρο.[20]

3.2 Οικονομική ζωή

Η συμμετοχή της βυζαντινής γυναίκας στην οικονομική ζωή της αυτοκρατορίας, παρατηρείται να είναι αντιστρόφως ανάλογη της κοινωνικο-οικονομικής της θέσης.

Όσο λοιπόν χαμηλότερο το κοινωνικό στρώμα στο οποίο ανήκει η γυναίκα (όπως χήρα ή άτεκνη ή ανύπαντρη ή γενικά απροστάτευτη) ή κυρίως το οικονομικό (πολύ φτωχή και χωρίς προσωπικά εισοδήματα από προίκα ή έγγεια ιδιοκτησία) τόσο πιο μεγάλη η ανάμειξή της στον δημόσιο οικονομικό βίο.[21] Έτσι, οι γυναίκες συμμετέχουν ως βοηθοί του πατέρα ή του συζύγου στην οικογενειακή επιχείρηση, όπως καπηλειό, πανδοχείο ή ταξιδιωτικός σταθμός.[22]

Εργάζονται επίσης ως καλλιγράφοι, επιστάτριες (μειζότερες), μαίες ή γιατροί. Οι τελευταίες ασχολούνται βέβαια αμιγώς με γυναικολογικά θέματα, όπως τοκετούς, διαπίστωση παρθενίας και γυναικολογικές παθήσεις, ενώ μόνο γυναίκες εξασκούν τα επαγγέλματα της μαγείας-φαρμακείας, της διακόνισσας, αλλά και της πόρνης και της τροφού (οι τελευταίες περιζήτητες από τα ανώτερα στρώματα που απέφευγαν τον θηλασμό θεωρώντας τον ως μέθοδο αντισύλληψης και συνεπώς εμπόδιο στην προσπάθειά τους να αποκτήσουν όσο το δυνατόν περισσότερους απογόνους).

Σίγουρη είναι επίσης η συμμετοχή της γυναίκας στο μεταπρατικό εμπόριο, όπως εκείνο του ψωμιού ή των υφασμάτων και στις αγροτικές εργασίες, όταν απαιτούν μικρή μυϊκή δύναμη.[23]

Στην εκκλησιαστική ζωή δραστηριοποιούνται επίσης γυναίκες ως κανονικές, ασκήτριες και διακόνισσες παρέχοντας χαμηλά αμειβόμενες αλλά απαραίτητες εκκλησιαστικές υπηρεσίες.

Τέλος, μια σχετική αυτονομία χαρίζει στην γυναίκα η προίκα, η συνεισφορά της, δηλαδή, στην οικογενειακή περιουσία με κύριο στόχο τη συντήρηση των παιδιών, η οποία είναι πάντα ανάλογη της κοινωνικής και οικονομικής της θέσης. Μέσα από τον θεσμό αυτόν η Βυζαντινή, που κληρονομά επίσης ισότιμα με τους γιους την πατρική περιουσία, έχει μια έστω και μικρή οικονομική αυτοδυναμία, κατοχυρώνει το δικαίωμα λόγων και έργων στα οικονομικά θέματα της οικογένειας, ενώ ο σύζυγος έχει μόνο το δικαίωμα της επικαρπίας της και της εκποίησής της μόνο σε περίπτωση έσχατης ένδειας που οδηγεί στην πείνα των παιδιών.[24]

4. Η γυναίκα σε καιρό πολέμου

Κατ` εξοχήν ανδρική ασχολία και με τον αυτοκράτορα να εμφανίζεται συχνότατα ως επικεφαλής του εκστρατευτικού σώματος, ο πόλεμος, απέκλειε εξαρχής τις γυναίκες από την άμεση ανάμειξή τους σε αυτόν. Δεδομένου ότι βασικός χώρος δραστηριοποίησης των γυναικών αποτελούσε ο οίκος και η οικογένεια και ότι η εμφάνισή τους στον δημόσιο βίο σπάνιζε, οι πολεμικές επιχειρήσεις διεξάγονταν μόνον από άνδρες.

Δεν συνέβαινε όμως το ίδιο και με τις αποφάσεις που οδηγούσαν σε πολεμικές συρράξεις: σε αρκετές περιστάσεις γυναίκες (αυτοκράτειρες ή επίτροποι) κλήθηκαν να αποφασίσουν για την διευθέτηση πολιτικών, θρησκευτικών ή άλλων  προβλημάτων μέσω του πολέμου ή των διαπραγματεύσεων.

Καθώς οι γυναίκες θεωρούνταν αδύναμες, άπειρες και συνεπώς αδύνατον να εμπλακούν αυτοπροσώπως σε στρατιωτικές επιχειρήσεις, ακόμα και οι αυτοκράτειρες προτιμούσαν τη διευθέτηση του προβλήματος μέσα από την διπλωματία, αντί για τον πόλεμο, συνυπολογίζοντας και το πολύ υψηλότερο κόστος του, τόσο σε χρήμα, όσο και σε ανθρώπινες απώλειες. Την οδό αυτή ακολούθησαν πολλές αυτοκράτειρες, όπως η Ζωή Καρβωνοψίνα (10ος αι), όταν ως επίτροπος του Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογένητου (913-959) κλήθηκε να αντιμετωπίσει την επιθετικότητα των Αράβων και των Βουλγάρων.

Στην περίπτωση όμως που ο πόλεμος ήταν αναπόφευκτος, κατέφευγαν στην επιλογή του κατάλληλου στρατηγού, όπως συνέβη στην περίπτωση του Θεόκτιστου που επιλέχθηκε από την Θεοδώρα (815-867), χήρα του αυτοκράτορα Μιχαήλ Β΄ Τραυλού (820-829) ή του ευνούχου Σταυράκιου που επιλέχθηκε από την αυτοκράτειρα Ειρήνη την Αθηναία (775-803). Βέβαια, πιο διάσημη, όπως επιβεβαιώνει και ο Προκόπιος στα Ανέκδοτα ή Απόκρυφη Ιστορία, είναι η σωτήρια για τον θρόνο απόφαση της αυτοκράτειρας Θεοδώρας (500-548), η οποία μπροστά στον αδύναμο και πανικόβλητο αυτοκράτορα Ιουστινιανό Α΄(527-565) επέλεξε να πάρει την πρωτοβουλία και να αναθέσει εκείνη στον στρατηγό Βελισάριο την -επιτυχή τελικά- καταστολή της Στάσης του Νίκα (532)[25]. Η επεμβατική της στάση επιβεβαιώνεται και στην περίπτωση της θανάτωσης της επικίνδυνης αντιπάλου της, βασίλισσας των Γότθων Αμαλασούνθας, όπως μας πληροφορεί ο Προκόπιος.

Υπάρχουν όμως και οι περιπτώσεις που εμφανίζονται να συνοδεύουν το εκστρατευτικό σώμα γυναίκες από όλα τα κοινωνικά στρώματα για διαφορετικούς όμως λόγους η καθεμιά. Έτσι, για λόγους ασφαλείας λόγω λαϊκής δυσαρέσκειας η Μαρτίνα (595-μετά το 641), ανιψιά αλλά και δεύτερη σύζυγος του κατά 20 χρόνια μεγαλύτερου θείου της Aυτοκράτορα Ηρακλείου (610-641), εμφανίζεται να τον συνοδεύει σε εκστρατείες του εναντίον των Αράβων και μάλιστα σε μία από αυτές να γεννά και τον γιο τους Ηρακλωνά (626).

Πάλι για λόγους ασφαλείας, η Θεοφανώ (941-976) χήρα του αυτοκράτορα Ρωμανού Β΄(959-963) συνοδεύει τον δεύτερο σύζυγό της, αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά (963-969) στην εκστρατεία του εναντίον των Αράβων (964) και μάλιστα μαζί με τους δύο γιούς της και μελλοντικούς αυτοκράτορες, Βασίλειο Β΄ Βουλγαροκτόνο (976-1025) και Κωνσταντίνο Η΄ (1025-1028), 6 και 4 ετών αντίστοιχα.[26]

Λόγοι υποστήριξης, αλλά και συμμόρφωσης στην αυτοκρατορική βούληση του συζύγου της, στρατηγού Βελισάριου ώθησαν, όπως επιβεβαιώνει και ο Προκόπιος στα Ανέκδοτα ή Απόκρυφη Ιστορία, την Αντωνίνα, στενή φίλη της αυτοκράτειρας Θεοδώρας (500-548) να τον ακολουθεί στις εκστρατείες του στην Ιταλία, παρεμβαίνοντας ουσιαστικά στον σχεδιασμό και την εξέλιξη των επιχειρήσεων.[27]

Τέλος, γυναικόπαιδα από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα συνόδευαν τα εκστρατευτικά σώματα είτε για λόγους ασφαλείας και τόνωσης του ηθικού των στρατιωτών (σύζυγοι, παιδιά, ακόμα και παλλακίδες στρατιωτών και συνοριοφυλάκων), είτε για λόγους βιοποριστικούς (υπηρέτριες, πόρνες). Η περίπτωση του απλού στρατιώτη Μαρτινιανού είναι χαρακτηριστική για τα ήθη και τις αντιλήψεις που επικρατούσαν για τις γυναίκες και τα παιδιά, ακόμα και σε καιρό πολέμου: στα 546 κατά την 2η πολιορκία της Ρώμης δεν διστάζει να ζητήσει από τον στρατηγό Βελισάριο την άδεια, να μπει στην πόλη προκειμένου να απεγκλωβίσει από τον Οστρογότθο βασιλιά Τωτίλα τη γυναίκα και τα δύο παιδιά του, γεγονός που οδήγησε στην ανακατάληψη της Ρώμης από τους Βυζαντινούς θυσιάζοντας, όμως, το ένα από τα παιδιά του Μαρτινιανού που είχε κρατηθεί ως όμηρος.[28]

Η συμμετοχή των γυναικών στις εμπόλεμες συρράξεις είναι πιο ουσιαστική κατά τις πολιορκίες πόλεων, όταν δεν διστάζουν να επιχειρήσουν και αυτές προκειμένου να επιτευχθεί η απόκρουση του εχθρού. Χρησιμοποιώντας όπλα ανάλογα των ικανοτήτων χειρισμού τους (πέτρες και καυτό λάδι) δεν διστάζουν να τα εκσφενδονίσουν εναντίον του εχθρού επιφέροντάς του τρομακτικές απώλειες.[29]

Ένας αστάθμητος παράγοντας, ο έρωτας, αποδεικνύεται, επίσης, καταλυτικός κατά την διάρκεια μιας πολεμικής σύρραξης. Έτσι, ο έρωτας του Χοσρόη για την βυζαντινή αιχμάλωτη Ευφημία οδηγεί στην διάσωση και την εξαγορά 12.000 βυζαντινών αιχμαλώτων, ενώ εκείνος της Μιροσλάβας, κόρης του τσάρου των Βουλγάρων Σαμουήλ, για τον βυζαντινό Ασώτιο Ταρωνίτη καταλήγει στην παράδοση του Δυρραχίου στους Βυζαντινούς.[30]

Αντίθετα, πολλά ήταν τα δεινά που περίμεναν τις γυναίκες σε περίπτωση αιχμαλωσίας: βιασμοί, κακουχίες, ανδραποδισμοί, μολονότι η ηθική -και όχι κάποια σχετική νομοθεσία- υπαγόρευε μια ήπια συμπεριφορά έναντι των γυναικόπαιδων. Τα μόνα ενδεχόμενα που τις κρατούσαν στη ζωή ήταν εκείνα της πώλησης σε σκλαβοπάζαρα και της ανταλλαγής («αλλάγιου») με άλλους αιχμαλώτους.[31]

Στα μετόπισθεν τώρα, οι σύζυγοι, οι χήρες και οι θυγατέρες των στρατιωτών υπέφεραν πραγματικά σε περίπτωση μη επανόδου τους. Ενώ η επάνοδος σήμαινε επιστροφή του προστάτη τους με χρήματα, δούλους και λάφυρα, η απώλεια ή η αφάνειά τους αντίθετα, είχαν ως αποτέλεσμα τη δυστυχία των προσφιλών τους αυτών προσώπων. Βάσει της νομοθεσίας και των κοινωνικών στερεοτύπων που αποθάρρυναν τη γυναίκα από τη δημόσια έκθεση, οι χήρες δεν μπορούσαν να συνάψουν νέο γάμο πριν την παρέλευση 4-10 ετών, ούτε να εργασθούν προκειμένου να εξασφαλίσουν τον βιοπορισμό της οικογένειάς τους, καθιστώντας έτσι μοναδική διέξοδο για αυτές τον μοναχικό βίο. Από την άλλη, οι ανύπαντροι γιοι, όπως αργότερα (9ος – 10ος αι) και θυγατέρες μπορούσαν να παντρευτούν μόνο μετά από 3 χρόνια αποδεδειγμένης αφάνειας του πατέρα-προστάτη τους. Υφίσταντο συνεπώς τα σκληρά επακόλουθα του κάθε πολέμου μόνες και απροστάτευτες, καθώς η μέριμνα της κρατικής νομοθεσίας για την με κάθε τρόπο και όσο το δυνατόν πιο μακροχρόνια διατήρηση της οικογένειας των στρατιωτών στόχευε αποκλειστικά και μόνο στο όφελος των τελευταίων, ώστε να πολεμούν απερίσπαστοι, και όχι στην προστασία των μελών της οικογένειάς τους.[32]

5. Κάποια τυπικά παραδείγματα

5.1 Θεοκτίστη Στουδίτη (740-801)[33]

Τυπικό παράδειγμα η Θεοκτίστη, μητέρα του Θεόδωρου Στουδίτη, δίνει την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε μια κατεξοχήν βυζαντινή αστή του 8ου αι καθ` όλη την εξέλιξη του βίου της. Γεννημένη για να προσφέρει παιδιά στον σύζυγό της, να φροντίζει την χριστιανική ανατροφή τους και την ευρυθμία του οίκου της, η Θεοκτίστη εκπλήρωσε το καθήκον της με το παραπάνω: γεννημένη κατά το 740 στην Κωνσταντινούπολη την εποχή της εικονομαχίας πολύ γρήγορα έμεινε ορφανή μαζί με τα μεγαλύτερα αδέλφια της, τον Πλάτωνα και την Άννα, μητέρα της μελλοντικής αυτοκράτειρας Θεοδότης.

Σύμφωνα με τις επιταγές της βυζαντινής κοινωνίας, τα παιδιά ανατράφηκαν από τον κοντινότερο συγγενή, έναν υπάλληλο του Υπουργείο Οικονομικών που φρόντισε επιμελώς τη μόρφωση του αγοριού, όχι όμως και των κοριτσιών, τα οποία προσανατόλιζε στον ρόλο της χριστιανής συζύγου και μητέρας.

Κρίνοντας από την εξέλιξή τους μπορούμε να πούμε ότι πέτυχε, αφού η Θεοκτίστη έμεινε αμαθής μέχρι τον γάμο της με τον φερέλπιδα Φωτεινό, συνάδελφο του θείου της στο Υπουργείο και επιλεγμένο φυσικά από εκείνον. Η Θεοκτίστη, σαφώς εμποτισμένη με τα χριστιανικά ιδεώδη απεχθανόταν κάθε τι εγκόσμιο: πολυτελή ζωή, διασκεδάσεις, ακόμα και τα ρούχα ή το φαγητό. Ήταν μια ενάρετη νοικοκυρά, υπάκουη και πιστή στο καθήκον προς τον σύζυγο και τα παιδιά της (τρία αγόρια Θεόδωρο, Ιωσήφ, Ευθύμιο, και ένα κορίτσι) τα οποία φρόντισε να αναθρέψει με αυστηρότητα και να τα εμποτίσει με τα ίδια χριστιανικά ιδανικά που είχαν ήδη οδηγήσει τον αδελφό της Πλάτωνα στον δρόμου του μοναχισμού.

Έτσι δεν ήταν καθόλου δύσκολο γι` αυτήν όχι μόνο να καλύψει μόνη της τα κενά της μόρφωσής της (που ήταν ανύπαρκτη ούτως ή άλλως), αλλά και να στρέψει όλη της την οικογένεια στον μοναχισμό: τον εαυτό της αρχικά, αλλά και τον άνδρα της, τον γιο της Θεόδωρο, τον μικρότερο γιο Ευθύμιο, τους τρεις αδελφούς του άνδρα της. Ως τυπική βυζαντινή αστή, ρευστοποίησε και μοίρασε την περιουσία της στους φτωχούς, απελευθέρωσε τους δούλους και όλοι μαζί αποτραβήχτηκαν στο Σακκούνδιον, το οικογενειακό τους κτήμα στη Βιθυνία.

Δεσποτική, αλλά και με βαθιά αίσθηση αυτογνωσίας και μετάνοιας, δεν δίστασε το 795 να ενθαρρύνει τον γιο της Θεόδωρο και τον αδελφό της Πλάτωνα στον αγώνα τους για την καταδίκη του δεύτερου γάμου του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ΣΤ΄ με την ανιψιά της, Θεοδότη. Τους συμπαραστάθηκε και υπέμεινε μαζί τους διώξεις, φυλακίσεις και εξορίες μέχρι το 797, όταν με την ανάρρηση στο θρόνο της εικονόφιλης Ειρήνης της Αθηναίας οι διώξεις σταμάτησαν και επέστρεψε στην μονή Σακκουνδίου για να αφοσιωθεί στον ασκητισμό και να πεθάνει εκεί λίγα χρόνια αργότερα.

5.2 Αυτοκράτειρα Θεοφανώ (941-976)[34]

Αγράμματη και αμαθής ως τυπική βυζαντινή της εποχής και της τάξης της,[35] η Αναστασώ, μελλοντική αυτοκράτειρα Θεοφανώ, πολύ ταπεινής καταγωγής (ο πατέρας της Κρατερός από τη Λακωνία διατηρούσε καπηλειό), αλλά εκπάγλου καλλονής, δεν διστάζει να χρησιμοποιεί τον γάμο ως εργαλείο εκπλήρωσης των φιλοδοξιών της και όχι φυσικά ως απόληξη των συναισθημάτων της.

Σχεδόν 5 αιώνες μετά τη μεγάλη Θεοδώρα, σύζυγο του Ιουστινιανού Α΄, εξίσου ταπεινής, αν όχι και επιλήψιμης, καταγωγής, επαναλαμβάνει την πορεία της. Σε ηλικία 16 ετών καταφέρνει να σαγηνεύσει και να παντρευτεί τον 18χρονο διάδοχο του θρόνου Ρωμανό Β΄(959-963). Κάνει το χρέος της ως τυπική βυζαντινή γυναίκα γεννώντας του δύο κόρες και δύο γιούς: τον μελλοντικό Βασίλειο Β΄ τον Βουλγαροκτόνο (976-1025) και δύο χρόνια μετά, ως εστεμμένη αυτοκράτειρα πια μετά τον θάνατο του πεθερού της Κωνσταντίνου Ζ΄ του Πορφυρογέννητου (959),  τον Κωνσταντίνο Η΄ των Μακεδόνων (1025-1028).

Τρία χρόνια μετά την γέννηση του τελευταίου μένει χήρα έχοντας να επιλέξει ως τυπική γυναίκα της εποχής της μεταξύ ενός δεύτερου γάμου και της μοναστικής ζωής. Για λόγους πολιτικούς και για να διασφαλίσει το μέλλον των γιων της και διαδόχων από ενδεχόμενους σφετεριστές επιλέγει το πρώτο: παντρεύεται τον δύσμορφο αλλά δυναμικό και λαοφιλή θεοσεβούμενο στρατηγό Νικηφόρο Β΄ Φωκά (963-969), από τον οποίο όμως δεν διστάζει να απαλλαγεί δέκα χρόνια μετά με δολοφονία ανεβάζοντας στον θρόνο τον εραστή της Ιωάννη Α΄ Τσιμισκή (969-976).

Δυστυχώς η εξέλιξη δεν ήταν η αναμενόμενη γι` αυτήν: αναγκάστηκε βίαια να περιοριστεί σε μοναστήρι στα Πριγκιπονήσια προκειμένου να στεφθεί από τον Πατριάρχη ο νέος αυτοκράτορας. Εντελώς αναπάντεχα και αντίθετα από κάθε προσδοκία για μια Βυζαντινή, καταφέρνει να αποδράσει για να εξοριστεί όμως εκ νέου στην μακρινή Αρμενία μέχρι την επάνοδό της στο παλάτι κατά την ανάρρηση στον θρόνο του γιου της, Βασιλείου Β΄ πριν πεθάνει ειρηνικά και ξεχασμένη λίγο αργότερα.

5.3 Μια μάνα και μια κόρη στα χρόνια του Νικηφόρου Φωκά (963-969)[36]

Λίγο μετά την ενθρόνιση του αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά αναφέρεται από τον Λέοντα τον Διάκονο ότι οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης ήταν πολύ δυσαρεστημένοι με τα απανωτά φορολογικά του μέτρα, τα οποία τους είχαν εξουθενώσει και δεν άφηναν ευκαιρία να διαμαρτυρηθούν. Συνέβη λοιπόν κάποτε ο αυτοκράτορας, επιστρέφοντας από μια βραδινή λιτανεία, να γίνει δέκτης όχι μόνο των ύβρεων του πλήθους, αλλά και της έμπρακτης διαμαρτυρίας δύο γυναικών, μάνας και κόρης: χωρίς να βγουν στον δρόμο -πράγμα αδιανόητο για την βυζαντινή γυναίκα- εκτοξεύουν πέτρες από την στέγη του σπιτιού τους προς τον αυτοκράτορα. Προφανώς, συλλαμβάνονται αμέσως, δικάζονται και καταδικάζονται εις θάνατον και μάλιστα στην πυρά.

Από το τόσο δυσάρεστο και τραγικό αυτό περιστατικό γίνεται κατανοητό ότι πρόκειται για γυναίκες πολύ φτωχές, οι οποίες μολονότι κατοικούν σε δική τους οικία, ανήκουν στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, είναι εξαθλιωμένες οικονομικά, προφανώς απροστάτευτες από κάποιο αρσενικό μέλος της οικογένειάς τους (σύζυγο, πατέρα, αδελφό, γιο) και έχουν βγει συναισθηματικά εκτός ελέγχου, πράγμα όχι ασυνήθιστο για τις γυναίκες του Βυζαντίου που ήταν υποχρεωμένες να μένουν συνεχώς σχεδόν στο σπίτι. Το να καταφερθούν με τον κατεξοχήν γυναικείο αυτόν τρόπο εναντίον του αυτοκράτορα, του φορέα δηλαδή της ανώτατης πολιτικής και όχι μόνο εξουσίας, φανερώνει επίσης το μέγεθος της οικονομικής τους εξαθλίωσης, το οποίο δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν ούτε μέσω της προσωπικής τους εργασίας, ούτε μέσω της προσφυγής στην Εκκλησία.

Εκείνο που προβληματίζει είναι η αγριότητα της ποινής, η οποία δεν ήταν η συνήθης για τέτοιου είδους αδικήματα. Μπορεί λοιπόν να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι η θανάτωση προσώπων εξ ορισμού θεωρούμενων ως αδύναμων από την βυζαντινή κοινωνία, που αποτελεί πράξη υποτιμητική για άνδρες, πόσο μάλλον για αυτοκράτορα, φανερώνει αφενός το πολύ μεγάλο μέγεθος της λαϊκής δυσαρέσκειας και αφετέρου τη σύγχυση και ανικανότητα του αυτοκράτορα να αντιμετωπίσει ευαίσθητα κοινωνικά ζητήματα.

5.4 Θεοφανώ Σκλήραινα (960-972-991+)[37]

Η Θεοφανώ Σκλήραινα αποτελεί το πιο τρανταχτό παράδειγμα βυζαντινής πριγκίπισσας που με τον γάμο της στις το 972 συνέβαλε στη διάδοση του βυζαντινού πολιτισμού στον δυτικό κόσμο.

Η ανατροφή της ως βυζαντινής πριγκίπισσας και η ανάγκη εξυπηρέτησης πολιτικών στόχων την οδήγησαν να υποταχθεί στη θέληση του αυτοκράτορα θείου (ή εξαδέλφου) της, Ιωάννη Τσιμισκή (969-976) να παντρευτεί τον κατά 15 χρόνια μεγαλύτερό της, Όθωνα Β΄ (973-983), γιο και διάδοχο του Αυτοκράτορα των Ρωμαίων Όθωνα Α΄ (962-973).

Παρόλες τις σφοδρές αντιδράσεις της γερμανικής αυλής, κατάφερε μέσα σε 19 χρόνια από την άφιξή της να μεταδώσει την ελληνική της παιδεία και καλλιέργεια, τόσο στον σύζυγό της και την αυλή τους, όσο και στον γιο της Όθωνα Γ΄(996-1002) του οποίου ήταν επίτροπος για 8 χρόνια και στον οποίο άσκησε, επίσης, ισχυρή επιρροή. Το γεγονός αυτό φανερώνει την ποιότητα της μόρφωσης που είχε πάρει από την πανίσχυρη οικογένειά της, εκείνη των Φωκάδων της Μικράς Ασίας, αντίθετη από τα κελεύσματα της εποχής της που δεν έβρισκαν την μόρφωση απαραίτητη για μια βυζαντινή κοπέλα, η οποία, ακόμα κι αν ανήκε στην ανώτερη τάξη, προοριζόταν για σύζυγος, μητέρα ή μοναχή.

Η σχέση της επίσης με τον σύζυγό της Όθωνα Β΄ φαίνεται να μετατράπηκε τελικά από συμβατική σε ουσιαστική, βασισμένη στη βυζαντινή αντίληψη για την από κοινού λήψη των αποφάσεων μεταξύ των συζύγων.

Η αντίληψη αυτή της Θεοφανούς (όπως και πολλές άλλες της καλλιεργημένης βυζαντινής πριγκίπισσας που αφορούσαν ιδέες, τεχνικές, καλλιτεχνικές τάσεις, πλούτο) φαίνεται να έγινε αποδεκτή από τον Όθωνα Β΄, γεγονός που οδήγησε στην επιβίωση του βυζαντινού πολιτισμού στη γερμανική αυλή και μετά τον θάνατό τους κατά την βασιλεία του γιου τους.

5.5 Θεοδώρα Ραούλαινα (1240-1300)[38]

Ένας γάμος με την ανιψιά του αριστοκράτη Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου (1261-1282) Θεοδώρα, αποτελούσε την καλύτερη απόδειξη ευαρέσκειας, αλλά και ανταμοιβή προς τον νεαρό πρωτοβεστιάριο Γεώργιο Μουζάλωνα, ευνοούμενο του αυτοκράτορα Θεόδωρου Β΄ Λάσκαρη και προορισμένο για τη θέση του επιτρόπου του διαδόχου Ιωάννη Δ΄ Λάσκαρη.

 Ήταν κόρη της αδελφής του Ειρήνης (1218-1284) και του Ιωάννη Καντακουζηνού (1190-1257), ευγενικής καταγωγής, γεννημένη στη Νίκαια κατά τη διάρκεια της κατάληψης της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους. Δυστυχώς, εννέα μέρες μετά τον θάνατο του Θεοδώρου Β΄ το 1258, ο Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος, σφοδρός πολέμιος του Μουζάλωνος, έχοντας τυφλώσει τον 11χρονο παρολίγον διάδοχο, προχωρά στην εκτέλεση μέσα στον Ναό της Σωσάνδρας στη Μαγνησία ολόκληρης της οικογένειας του Μουζάλωνος, εκτός της συζύγου του, πριγκίπισσας Θεοδώρας.

Ως νέος αυτοκράτορας πια, αυτήν την προορίζει για σύζυγο του κύριου υποστηρικτή του, αριστοκράτη και νέου πρωτοβεστιάριου, Ιωάννη Ραούλ. Η Θεοδώρα συνάπτει τον γάμο αυτόν -σαφώς κοινωνικά καλύτερο από τον προηγούμενο που δεν ήταν ιδιαίτερης καταγωγής-, αποκτούν δύο κόρες, την Ειρήνη και την Άννα, πριν εκείνος πεθάνει το 1274.

Μετά τη δεύτερη χηρεία της ακολουθεί τη συνήθη, ιδιαίτερα για τις γυναίκες αριστοκρατικής καταγωγής, οδό: γίνεται μοναχή και μαζί με την επίσης μοναχή χήρα μητέρα της Ειρήνη-Ευλογία στρέφονται κατά των ενωτικών προσπαθειών του θείου και αδελφού τους Μιχαήλ Η΄ με σχετικές επιστολές και σκευωρίες. Ως αντίποινα υφίστανται πολλές διώξεις και φυλακίσεις, η περιουσία τους δημεύεται μέχρι το 1282, όταν ο Μιχαήλ Η΄ πεθαίνει, η ενωτική συμφωνία της Λυών του 1274 καθίσταται ανενεργή από τον διάδοχό του Ανδρόνικο Β΄ και οι δύο γυναίκες επιστρέφουν στην Κωνσταντινούπολη από το φρούριο του Αγ. Γρηγορίου στη Μαύρη Θάλασσα όπου κρατούνταν.

Η ίδια η Θεοδώρα αναπτύσσει συχνή επιστολογραφία με τον νέο Πατριάρχη (1283-1289) Γρηγόριο Β΄ Κύπρου, άνθρωπο βαθιά μορφωμένο, που θα εξελιχθεί στον πνευματικό της πατέρα. Το γεγονός αυτό, αλλά και η μετέπειτα πορεία της συνάδει με την άποψη που προαναφέρθηκε, σύμφωνα με την οποία την παλαιολόγεια περίοδο η μόρφωση των γυναικών της αριστοκρατικής αυλής ήταν υψηλότερη από προηγούμενες περιόδους, ίσως λόγω της συχνής έκθεσής τους στο πολιτικό προσκήνιο.

Μετά τον θάνατο της μητέρας της, το 1284, χρησιμοποιώντας την δική της περιουσία (όπως είχε το δικαίωμα) και μετά από άδεια του αυτοκράτορα, αναστήλωσε κτίρια στην Κωνσταντινούπολη, αλλά κυρίως το μοναστήρι του Αγίου Ανδρέα Κρήτης, όπου έμελλε να συνεχίσει απερίσπαστη την ενασχόλησή της με τη μάθηση και την αρχαία κλασική λογοτεχνία. Παράλληλα συγκέντρωνε και αντάλλασσε αξιόλογο αριθμό χειρογράφων αλληλογραφώντας με επιφανείς λόγιους της εποχής της, όπως ο Μάξιμος Πλανούδης, ο Κωνσταντίνος Ακροπολίτης, ο Μανουήλ Χολόβολος, ο Νικηφόρος Χούμνος. Μέχρι το τέλος της ζωής της στις 6/12/1300 μελετούσε, αντάλλασσε επιστολές, διατηρούσε εργαστήριο αντιγραφέων, εικονογραφούσε και αντέγραφε και η ίδια χειρόγραφα επιδιδόμενη στην καλλιγραφία, με δύο χειρόγραφά της να σώζονται ακόμα (Λόγοι του Αίλιου Αριστείδη στην Βατικανή Βιβλιοθήκη και  Σχόλια του Συμπλικίου στα Φυσικά του Αριστοτέλη στο Ιστορικό Μουσείο της Μόσχας), και άλλα να δωρίζονται από την ίδια, όπως τα Σχόλια στα τέσσερα Ευαγγέλια του αρχιεπισκόπου Βουλγαρίας Θεοφύλακτου Οχρίδας, δωρισμένο στο μοναστήρι του Αγ. Αθανασίου Μεγίστης Λαύρας στο Άγιον Όρος,  που βρίσκεται όμως σήμερα στο Παρίσι.

5.6 Ειρήνη-Ευλογία Χούμναινα (1291-1355)[39]

Κόρη του Νικηφόρου Χούμνου, μορφωμένου λόγιου ανώτερου κρατικού υπαλλήλου, πρωθυπουργού του Ανδρόνικου Β΄ έως το 1295, μαθητή του Πατριάρχη Γρηγορίου Β΄ Κύπρου (1283-1289) και συνομιλητή της Θεοδώρας Ραούλαινας, η Ειρήνη φέρεται να γεννήθηκε το 1291. Αν και δεν ήταν ευγενικής καταγωγής, λόγω του πατέρα της έτυχε μόρφωσης ανώτερης από τον μέσο όρο των γυναικών της τάξης της: έτσι πέρα από την ευλάβεια, την αρετή, τη φιλανθρωπία, την ανατροφή των παιδιών και την ευχαρίστηση του συζύγου της, γνώσεις που διδάχθηκε από την μητέρα της, η Ειρήνη έλαβε και μια στοιχειώδη μόρφωση.

Ως ανταμοιβή των υπηρεσιών του πατέρα της ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β΄ αρχικά πρότεινε την 12χρονη Ειρήνη ως σύζυγο του αυτοκράτορα Τραπεζούντας Αλεξίου Β΄ για να καταλήξει τελικά μετά το ναυάγιο του συνοικεσίου αυτού, βασίλισσα και σύζυγος του δικού του γιου, του 17χρονου Δεσπότη Ιωάννη.

Με τον θάνατο του συζύγου της 4 χρόνια αργότερα (1307) η άτεκνη 16χρονη Ειρήνη ως τυπική αριστοκράτισσα, έστω και προερχόμενη από την μεσαία τάξη, ακολούθησε κι αυτή τον δρόμο της μεγαλύτερης ανύπαντρης αδελφής της προς τον μοναστικό βίο. ΄Εσπευσε να ιδρύσει με την προσωπική της περιουσία το δικό της μοναστήρι, καθιστώντας σαφές στον πνευματικό της πατέρα, τον Επίσκοπο Φιλαδελφείας Θεόληπτο, ότι οι κανονισμοί του μοναστηριού θα υπόκειντο στην δική της ερμηνεία.

Έτσι με τους δικούς της όρους, όπως αναγράφονται στο μοναδικό σωζόμενο χειρόγραφό της, το Τυπικό, στα 1312 περίπου έγινε κτητόρισσα της ανακαινισμένης μονής του Φιλανθρώπου Χριστού, η οποία εμφάνιζε την αξιοσημείωτη ιδιομορφία να αποτελεί ένα μεικτό μοναστήρι με μοναχούς και μοναχές στην ίδια μονή, αλλά σε παρακείμενους χώρους. Εκεί δεχόταν τις φίλες της, τον πατέρα της, αλλά και λογίους, όπως ο Νικηφόρος Γρηγοράς και ο Ματθαίος επίσκοπος Εφέσου (1329-1351), πάντα μέσα σε αυστηρά πλαίσια και κανόνες.

Μετά τον θάνατο του Θεόληπτου (1322), των επίσης μοναχών γονιών της (1327) και του αυτοκράτορα πεθερού της Ανδρόνικου Β΄ (1332) έπεσε σε βαθιά κατάθλιψη. Αφιερώθηκε στην ανταλλαγή επιστολών (πράγμα που αποδεικνύει το σχετικό εύρος την μόρφωσής της) με τον νέο της πνευματικό πατέρα, έναν νέο μοναχό από τη Θεσσαλονίκη. Στις επιστολές αυτές φαίνεται το ενδιαφέρον που ανέπτυξε για τη «θύραθεν» αρχαία ελληνική φιλοσοφία, στην οποία είχε τόσο πολύ εντρυφήσει και ο πατέρας της. Μέσα από την μελέτη της πατρικής βιβλιοθήκης που είχε κληρονομήσει κατέληξε να θεωρείται μέχρι τον θάνατό της αυτή η όχι ευγενικής καταγωγής γυναίκα ως πολυμαθέστατη και ως η πιο καλλιεργημένη γυναίκα της εποχής της προωθώντας την αντιγραφή χειρογράφων.

Βιβλιογραφία

  1. Γλύκατζη-Αρβελέρ Ελένη, Η πολιτική ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, εκδ. Ψυχογιός, Αθήνα, 1988, σελ. 14.
  2. Καρζής Θ., Η Γυναίκα στο Μεσαίωνα, εκδ. Φιλιππότη, Αθήνα, 1989, σελ. 282-296.
  3. Νικολάου Κατερίνα, Βυζαντινά Βασιλικά Συνοικέσια «Μετ` αλλοφύλων και αλλογλώσσων, (7ος – 11ος αι., εκδ. Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, Αθήνα, 2000, σελ. 25, 37-47, 51-54.
  4. Νικολάου Κατερίνα, Η Γυναίκα στη Μέση Βυζαντινή Εποχή, Κοινωνικά πρότυπα και καθημερινός βίος στα αγιολογικά κείμενα, εκδ. Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών-Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών, Αθήνα, 2016, σελ. 47-303 (διάσπαρατα σημεία).
  5. Νικολάου Κατερίνα, Οι Βυζαντινές και ο Πόλεμος, Ιστορίες γυναικών σε πολέμους του Βυζαντίου (6ος-11ος αιώνες), εκδ. Ηρόδοτος, Αθήνα, 2015, σελ. 31-200 (διάσπαρτα σημεία).
  6. Βαλτέρ Ζεράρ, Η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο στον αιώνα των Κομνηνών, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα, 1988, σελ. 191.
  7. CameronAveril, Οι Βυζαντινοί, εκδ. Ψυχογιός, Αθήνα, 2015, σελ. 190-4.
  8. NicolDonald, Οι Βυζαντινές Δεσποσύνες, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα, 1996, σελ. 63-122 (διάσπαρτα σημεία).
  9. Ντηλ Κάρολος, Πορτρέτα Βυζαντινών, 5ος-15ος αιώνας, τ.1-3, εκδ.Ωκεανίδα, Αθήνα, 2022, τ.Α΄σελ. 123, 228 & τ.Γ΄σελ. 33-38, 41-45, 112-114.
  10. OstrogorskyGeorg, Ιστορία του Βυζαντινού κράτους, εκδ. Ιστορικές εκδόσεις Στέφ. Δ. Βασιλόπουλος, Αθήνα, 1978, τ.Α΄σελ. 48.
  11. Χέριν Τζούντιθ, Η άνοδος και η πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, εκδ. Ωκεανίδα, Αθήνα, 2017, τόμος Β΄, σελ. 50-57.
  12. https://www.persee.fr/ (ανακτήθηκε στις 15/6/2023).

[1] Γλύκατζη-Αρβελέρ Ελένη, Η πολιτική ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, εκδ. Ψυχογιός, Αθήνα, 1988, σελ. 14.

[2] Ostrogorsky Georg, Ιστορία του Βυζαντινού κράτους, εκδ. Ιστορικές εκδόσεις Στέφ. Δ. Βασιλόπουλος, Αθήνα, 1978, σελ. 48.

[3] Βαλτέρ Ζεράρ, Η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο στον αιώνα των Κομνηνών, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα, 1988, σελ. 191.

[4] Καρζής Θ., Η Γυναίκα στο Μεσαίωνα, εκδ. Φιλιππότη, Αθήνα, 1989, σελ. 289-296.

[5] idem, σελ. 288

[6] Νικολάου Κατερίνα, Η Γυναίκα στη Μέση Βυζαντινή Εποχή, Κοινωνικά πρότυπα και καθημερινός βίος στα αγιολογικά κείμενα, εκδ. Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών-Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών, Αθήνα, 2016, σελ. 151-173.

[7] Καρζής Θ., Η Γυναίκα στο Μεσαίωνα, εκδ. Φιλιππότη, Αθήνα, 1989, σελ. 295-296. Ντηλ Κάρολος, Πορτρέτα Βυζαντινών, 5ος-15ος αιώνας, τ.1-3, εκδ.Ωκεανίδα, Αθήνα, 2022, τ.Γ΄σελ. 33-38.

[8] Νικολάου Κατερίνα, Βυζαντινά Βασιλικά Συνοικέσια, Μετ` αλλοφύλων και αλλογλώσσων, (7ος – 11ος αι., εκδ. Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, Αθήνα, 2000, σελ. 25.

[9] Νικολάου Κατερίνα, Βυζαντινά Βασιλικά Συνοικέσια, Μετ` αλλοφύλων και αλλογλώσσων, (7ος – 11ος αι., εκδ. Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, Αθήνα, 2000, σελ. 39-41

[10] Νικολάου Κατερίνα, Η Γυναίκα στη Μέση Βυζαντινή Εποχή, Κοινωνικά πρότυπα και καθημερινός βίος στα αγιολογικά κείμενα, εκδ. Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών-Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών, Αθήνα, 2016, σελ. 92-104.

[11] Νικολάου Κατερίνα, Η Γυναίκα στη Μέση Βυζαντινή Εποχή, Κοινωνικά πρότυπα και καθημερινός βίος στα αγιολογικά κείμενα, εκδ. Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών-Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών, Αθήνα, 2016, σελ. 126-152.

[12] idem, σελ. 173-184.

[13] Ντηλ Κάρολος, Πορτρέτα Βυζαντινών, 5ος-15ος αιώνας, τ.1-3, εκδ.Ωκεανίδα, Αθήνα, 2022, τ.Γ΄σελ. 112-114. Nicol Donald, Οι Βυζαντινές Δεσποσύνες, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα, 1996, σελ. 92-93, 102-103.

[14] Νικολάου Κατερίνα, Βυζαντινά Βασιλικά Συνοικέσια, Μετ` αλλοφύλων και αλλογλώσσων, (7ος – 11ος αι., εκδ. Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, Αθήνα, 2000, σελ. 47

[15] idem, σελ. 44-46.

[16] idem, σελ. 39-42, 47, 51.

[17] idem, σελ. 39-42, 47, 51.

[18] Νικολάου Κατερίνα, Η Γυναίκα στη Μέση Βυζαντινή Εποχή, Κοινωνικά πρότυπα και καθημερινός βίος στα αγιολογικά κείμενα, εκδ. Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών-Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών, Αθήνα, 2016, σελ. 185-214, 241-260.

[19] idem, σελ. 215-240.

[20] idem, σελ. 261-282.

[21] Καρζής Θ., Η Γυναίκα στο Μεσαίωνα, εκδ. Φιλιππότη, Αθήνα, 1989, σελ. 289

[22] Cameron Averil, Οι Βυζαντινοί, εκδ. Ψυχογιός, Αθήνα, 2015, σελ. 192.

[23] Καρζής Θ., Η Γυναίκα στο Μεσαίωνα, εκδ. Φιλιππότη, Αθήνα, 1989, σελ. 289-291

[24] Νικολάου Κατερίνα, Η Γυναίκα στη Μέση Βυζαντινή Εποχή, Κοινωνικά πρότυπα και καθημερινός βίος στα αγιολογικά κείμενα, εκδ. Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών-Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών, Αθήνα, 2016, σελ. 283-303. Cameron Averil, Οι Βυζαντινοί, εκδ. Ψυχογιός, Αθήνα, 2015, σελ. 190-194.

[25] Νικολάου Κατερίνα, Οι Βυζαντινές και ο Πόλεμος, Ιστορίες γυναικών σε πολέμους του Βυζαντίου (6ος-11ος αιώνες), εκδ. Ηρόδοτος, Αθήνα, 2015, σελ. 31-44.

[26] idem, σελ. 47-56.

[27] idem, σελ. 57-76, 103-115.

[28] Νικολάου Κατερίνα, Οι Βυζαντινές και ο Πόλεμος, Ιστορίες γυναικών σε πολέμους του Βυζαντίου (6ος-11ος αιώνες), εκδ. Ηρόδοτος, Αθήνα, 2015, σελ. 77-94.

[29] idem, σελ. 95-102.

[30] idem,, σελ. 103-115.

[31] idem,, σελ. 127-160.

[32] idem,, σελ. 161-193.

[33] Νικολάου Κατερίνα, Η Γυναίκα στη Μέση Βυζαντινή Εποχή, Κοινωνικά πρότυπα και καθημερινός βίος στα αγιολογικά κείμενα, εκδ. Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών-Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών, Αθήνα, 2016, σελ. 47-8, 58, 70, 200, 265-266. Ντηλ Κάρολος, Πορτρέτα Βυζαντινών, 5ος-15ος αιώνας, τ.1-3, εκδ.Ωκεανίδα, Αθήνα, 2022, τ.Α΄σελ. 123.

[34] Καρζής Θ., Η Γυναίκα στο Μεσαίωνα, εκδ. Φιλιππότη, Αθήνα, 1989, σελ. 282. Ντηλ Κάρολος, Πορτρέτα Βυζαντινών, 5ος-15ος αιώνας, τ.1-3, εκδ.Ωκεανίδα, Αθήνα, 2022, τ.Α΄σελ. 228. Νικολάου Κατερίνα, Οι Βυζαντινές και ο Πόλεμος, Ιστορίες γυναικών σε πολέμους του Βυζαντίου (6ος-11ος αιώνες), εκδ. Ηρόδοτος, Αθήνα, 2015, σελ. 48, 52. Νικολάου Κατερίνα, Βυζαντινά Βασιλικά Συνοικέσια, Μετ` αλλοφύλων και αλλογλώσσων, (7ος – 11ος αι., εκδ. Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, Αθήνα, 2000, σελ. 37.

[35] Καρζής Θ., Η Γυναίκα στο Μεσαίωνα, εκδ. Φιλιππότη, Αθήνα, 1989, σελ. 296

[36] Νικολάου Κατερίνα, Οι Βυζαντινές και ο Πόλεμος, Ιστορίες γυναικών σε πολέμους του Βυζαντίου (6ος-11ος αιώνες), εκδ. Ηρόδοτος, Αθήνα, 2015, σελ. 101.

[37] Ντηλ Κάρολος, Πορτρέτα Βυζαντινών, 5ος-15ος αιώνας, τ.1-3, εκδ.Ωκεανίδα, Αθήνα, 2022, τ.Γ΄σελ. 41-45. Νικολάου Κατερίνα, Βυζαντινά Βασιλικά Συνοικέσια, Μετ` αλλοφύλων και αλλογλώσσων, (7ος – 11ος αι., εκδ. Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, Αθήνα, 2000, σελ. 38, 48, 51, 54. Χέριν Τζούντιθ, Η άνοδος και η πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, εκδ. Ωκεανίδα, Αθήνα, 2017, τόμος Β΄, σελ. 50-57. Βλ και https://www.persee.fr/ (ανακτήθηκε στις 15/6/2023.

[38] Nicol Donald, Οι Βυζαντινές Δεσποσύνες, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα, 1996, σελ. 63-86.

[39] idem,, σελ. 105-122.

Permanent link to this article: http://www.postaugustum.com/en/%ce%b7-%ce%b8%ce%ad%cf%83%ce%b7-%cf%84%ce%b7%cf%82-%ce%b3%cf%85%ce%bd%ce%b1%ce%af%ce%ba%ce%b1%cf%82-%cf%83%cf%84%ce%bf%ce%bd-%ce%b4%ce%b7%ce%bc%cf%8c%cf%83%ce%b9%ce%bf-%ce%ba%ce%b1%ce%b9-%ce%b9%ce%b4/